Σήμερα στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών θα γνωρίσουμε τον συγγραφέα και ηθοποιό κ. Γιώργο Πολυχρονίδη και το βιβλίο του «Κατάρες» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Φίλντισι.
Καλησπέρα σας κύριε Γιώργο Πολυχρονίδη. Ως παιδί διαβάζατε πολλά βιβλία; Ως ενήλικας; Υπάρχει κάποιο είδος λογοτεχνίας που να μπορείτε να πείτε ότι είναι το αγαπημένο σας; Γ.Π.: Στο Δημοτικό και δυο-τρία χρόνια στο Γυμνάσιο διάβαζα μόνο Μίκυ Μάους, Τιραμόλα, Σεραφίνο και Μικρό Ήρωα, Γκιαούρ Ταρζάν, Μικρό Σερίφη, το τελευταίο μη σας πω ότι τα διάβασα όλα. Στα χρόνια του γυμνασίου πρόσθεσα το Λούκυ Λουκ και αργότερα Αστερίξ και Ιζνογκούντ. Λογοτεχνικά βιβλία άρχισα να διαβάζω το 75-76, 18 χρονών πια, και από τότε διαβάζω συνέχεια, έχοντας δημιουργήσει μια αρκετά μεγάλη βιβλιοθήκη. Το μυθιστόρημα είναι το αγαπημένο μου είδος, αλλά έχω διαβάσει κι όλη την Άγκαθα Κρίστι, ιστορία, ιστορικά, όλο τον Τσιφόρο, όλο τον Ηρόδοτο, βιογραφίες και γενικά ό, τι πέσει στα χέρια μου. Μπορείτε να μας πείτε ένα βιβλίο που αγαπήσατε στα παιδικά ή εφηβικά σας χρόνια και ένα βιβλίο που σας δημιούργησε έντονα συναισθήματα στην ενήλικη ζωή σας; Γ.Π.: Μετεφηβικά που άρχισα να διαβάζω, ένα βιβλίο που με εκνεύρισε και με ταλαιπώρησε ήταν “Το φθινόπωρο του Πατριάρχη”, του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκές, αλλά αργότερα το ξαναδιάβασα κι έγινε το αγαπημένο μου. Ένα άλλο είναι το “Τρίτο στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή και στις μέρες μας διάβασα το “Υιέ μου, υιέ μου” του Σπρινγκ Χόουαρτ, που μου δημιούργησε πραγματικά έντονα συναισθήματα. Το βιβλίο «Κατάρες» είναι το δεύτερό σας μυθιστόρημα. Πώς νιώθετε όταν κρατάτε στα χέρια σας ένα βιβλίο με το όνομά σας στη θέση του συγγραφέα; Το συναίσθημα είναι το ίδιο ή φθίνει όσο αυξάνονται τα βιβλία; Γ.Π.: Ουσιαστικά άρχισα να γράφω στα εξήντα μου και δεν έχω καταλάβει πώς έγινε. Τώρα βλέποντας το όνομά μου στη θέση του συγγραφέα, πραγματικά νομίζω ότι είναι άλλος, δεν το έχω καταπιεί ακόμα, πόσο μάλλον να το χωνέψω. Ξεφυλλίζοντας τα δυο μυθιστορήματα και το πρώτο μου που ήταν κάτι σα δοκίμιο κι έβαλα υπότιτλο “σαν μυθιστόρημα”, θα ήθελα να μην είχαν εκδοθεί και να τα έγραφα ακόμα, αλλά είμαι βιαστικός κι από φόβο μην το χαλάσω απ’ την ώρα που το τελειώνω δεν το πολυπειράζω. Αλλαγές και διορθώσεις θέλω να κάνω απ’ την ώρα που το βλέπω τυπωμένο. Πάντως άρχισα να ξαναγράφω το πρώτο μου, “ Ο Κώστας, εγώ κι ο Ταχτσής”. Τώρα θα το γράψω πολύ μεγαλύτερο, θα είναι περισσότερο μυθιστόρημα, μόνο που θα περιέχει μια βιογραφία και μια αυτοβιογραφία. Βλέπεις τώρα, “σκατά στα μούτρα μου” όπως θα ‘λεγε κι η γιαγιά του Ταχτσή, αντιμετωπίζω κι εμένα σα συγγραφέα και θα πω και για τη δική μου ζωή. Μπορεί να είμαι νέος σα συγγραφέας, δεν είμαι όμως νέος. Λέτε ότι πρόκειται για μυθιστορία, αλλά τα πρόσωπα παρουσιάζονται με τόσο αληθινό τρόπο που αναγκαστικά θα ρωτήσω: σίγουρα δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα; Γ.Π.: Ιστορίες, ακούσματα, διαβάσματα και πραγματικότητα μπερδεύονται σ’ ένα συνονθύλευμα για να βγει η ιστορία από τη δική μου σκοπιά, με μοναδικό στόχο να διαβάζεται ευχάριστα, δεν θα ήθελα να κουράζω τον αναγνώστη. Οι ήρωές μου τώρα είναι φανταστικοί και για να τους κάνω αληθινούς τους στολίζω με προτερήματα ή ελαττώματα ανθρώπων που ξέρω ή έχω γνωρίσει ή έχω ακούσει να μιλούν γι’ αυτούς. Στο “Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ’ το ποτάμι” π.χ., ένας ήρωας, ο Νίκος, είναι ένα μάζεμα τριών ανθρώπων, από τους οποίους “βγήκε” ο δικός του χαρακτήρας. Ακόμα και μια πραγματική εμπειρία, περνάει από τόσα παραμορφωτικά φίλτρα που παίρνει μορφή δική της. Κι από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του συγγραφέα, το γραφτό αποκτά τη δική του αλήθεια κι ακολουθεί τις αλήθειες των αναγνωστών που έχουν να κάνουν με τις δικές τους εμπειρίες και βέβαια, του καθενός είναι διαφορετικές. Ανήκει πια σε όλους τους άλλους εκτός απ’ το συγγραφέα. Προσωπικά ενθουσιάστηκα που έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που αναφέρει τα γεγονότα της ανταλλαγής πληθυσμών όπως έγιναν, χωρίς να εμβαθύνει σε συναισθηματισμούς, απλά ενημερώνοντας για την ιστορική πραγματικότητα. Πρόκειται για γεγονότα που σας τα είχαν διηγηθεί συγγενείς σας ή δημιουργήσατε στο μυαλό σας τις εικόνες διαβάζοντας ιστορία; Γ.Π.: Ένα μέρος απ’ αυτήν την ερώτηση το απάντησα προηγουμένως. Τώρα όσο για τα ιστορικά γεγονότα του βιβλίου, τα άκουσα και τα έζησα μέσα από τις διηγήσεις του παππού μου και άλλων συγχωριανών μου. Αυτό άλλωστε είναι μια πληγή με την οποία γεννιέσαι, ότι ο τόπος σου ήταν εκεί κοντά στο ποτάμι και σε πούλησαν. Η μετανάστευση του Κάραγατς και των δυο χωριών, του Ντεμερντές και του Μποσνάκιοϊ, δεν έγινε με τον πόλεμο του ‘22 και την καταστροφή. Έγινε το ‘23 και ήταν χωρίς πόλεμο, ήταν αποζημίωση για τον πόλεμο της Μικράς Ασίας κι αυτήν την πληγή, αυτό το μαράζι ήθελα να το πω γιατί η γενιά μου φοβάμαι ότι είναι η τελευταία που το ξέρει, μιλάω πάντα για τους συντοπίτες μου. Οι νεότεροι το αγνοούν γιατί οι σημερινοί παππούδες δεν αφηγούνται, σιγά-σιγά η πληγή έκλεισε και δεν τους πονάει όπως τους δικούς μας παππούδες που το έζησαν. Ελπίζω λοιπόν ότι θα το διαβάσουν μερικοί νέοι και θα μάθουν για τα βάσανα των προγόνων τους. Όλοι οι παππούδες μου είναι από την Ανατολική Θράκη, οπότε μεγάλωσα ακούγοντας ιστορίες για τα “δικά μας μέρη” από ανθρώπους που έζησαν την ανταλλαγή σε μικρή ηλικία ή άκουγαν από τους γονείς και τα αδέρφια τους για τον ξεριζωμό. Θυμώνετε και εσείς (όπως εγώ) όταν αντιλαμβάνεστε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας μας αγνοεί το ιστορικό αυτό γεγονός και γνωρίζει μόνο για την καταστροφή της Σμύρνης; Πιστεύετε ότι μέσω της λογοτεχνίας είναι δυνατόν να γνωρίσει ο κόσμος την ιστορία του τόπου μας; Γ.Π.: Η ιστορία γράφεται πάντα εκ των υστέρων και αφενός γράφεται από κάποια σκοπιά αφετέρου οι νεότεροι την εκλαμβάνουν από κάποια άλλη. Η επικρατέστερη βέβαια είναι η εκδοχή του νικητή που τη βλέπει από τη δική του οπτική και τα συμφέροντα. Η ιστορική αλήθεια των Τούρκων στην προκειμένη περίπτωση κάθε άλλο παρά αντικειμενική μπορείς να την πεις, είναι όμως ιστορία. Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο συμβαίνει και με μας, κι εμείς λέμε τα πράγματα από τη δική μας σκοπιά. Επίσης η ιστορία παραποιείται. Μην ξεχνάτε τον πρόσφατο “συνωστισμό” στη Σμύρνη που πέρασε στα βιβλία μας της ιστορίας για λόγους καλής γειτονίας ενώ Τούρκος αξιωματούχος είπε πρόσφατα να μην ξεχνάμε ότι πέταξαν τους παππούδες μας στην θάλασσα. Τώρα, ποια είναι η αλήθεια; Ένα καλό μυθιστόρημα από έναν καλό λογοτέχνη έχει περισσότερη αλήθεια όταν μέσα στο μύθο του έχει και ιστορικά στοιχεία. “Τα ματωμένα χώματα” της Διδούς Σωτηρίου πάντως περιέχουν τόση αλήθεια, που κανένα βιβλίο ιστορίας δεν θα την πει ποτέ. Πώς δημιουργήθηκε στο νου σας η ιδέα να γράψετε ένα βιβλίο για κατάρες; Γ.Π.: Ένα ήταν αυτό που είπα πριν, ήθελα να γράψω για τον ξεριζωμό των παππούδων μου και για την ιδιότυπη προσφυγιά των τριών χιλιομέτρων. Αυτό το συναίσθημα , να βλέπεις το σπίτι σου και να μην μπορείς να πας. Αν αυτό δεν είναι κατάρα. τότε τι είναι; Έτσι, αφού αυτό ήταν και είναι κατάρα, έβαλα κι άλλες πιο προσωπικές για να γνωρίσουμε και τους ήρωες αυτής της κατάρας μέσα από τις δικές τους, για να γίνει έτσι πιο ελκυστικό στον αναγνώστη αλλά και να δούμε πώς εξελίχθηκε η ζωή αυτών των ηρώων και του χωριού μέχρι σήμερα. Πιστεύετε στις κατάρες; Τις φοβάστε; Γ.Π.: Δεν πιστεύω βέβαια, αλλά αν με καταραστούν μια ανατριχίλα τη νιώθω. Προσπαθώ να μη φοβάμαι αλλά στο πίσω, το σκοτεινό μέρος του μυαλού μου υπάρχουν και οι ευχές και οι κατάρες. Εγώ πάντως είμαι εκδικητικός, αν μου κάνεις κακό “εύχομαι” να πάθεις το ένα, να πάθεις το άλλο κι ενώ εγώ “εύχομαι” αυτό είναι κατάρα κι αν ο άλλος φοβάται, γιατί άνθρωποι είμαστε κι όλο και κάτι παθαίνουμε, τότε λες: Βρε, κοίτα να δεις! Βγήκε η κατάρα! Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσω για το χρόνο που μας αφιερώσατε, θα θέλατε να ευχηθείτε κάτι στους αναγνώστες μας; Γ.Π.: Να είναι γεροί, υγιείς και να περνούν καλά. Και να γραφούν πολλά καλά και καλύτερα βιβλία, να έχουν να διαβάζουν!
0 Comments
Leave a Reply. |
ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ
March 2022
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣSOCIAL MEDIA |